σελαχώδης

σελαχώδης
σελαχώδης
of
masc/fem acc pl (attic epic doric)
σελαχώδης
of
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
σελαχώδης
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σελαχώδης — ῶδες, Α [σέλαχος (ΙΙ)] 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών 2. όμοιος με σέλαχος …   Dictionary of Greek

  • σελαχώδη — σελαχώδης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σελαχώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σελαχώδης of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχῶδες — σελαχώδης of masc/fem voc sg σελαχώδης of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεις — σελαχώδης of masc/fem acc pl σελαχώδης of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχωδῶν — σελαχώδης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεσι — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαχώδεσιν — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεώβατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. λεωφόρος, οδός 2. «ἰχθὒς σελαχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω (βλ. λαο ) + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”